- πιαίνομαι
- πῑαίνομαι , πιαίνωfattenpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιαίνω — Α [πίων] 1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.) 2. παθ. πιαίνομαι γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾱλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.) 3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις… … Dictionary of Greek
υποπιαίνομαι — Α παχαίνω κάπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πιαίνομαι «παχαίνω»] … Dictionary of Greek
ՊԱՐԱՐՏԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0630 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical չ. πιαίνομαι, παχύνομαι, λιπαίνομαι pinguesco, incrassor. Պարարտ լինել. պարարիլ. գիրանալ. գիրնալ. ... *Պարարտասացին գեղեցկութիւնք անապատի: Գիրացան եւ պարարտացան. Սղ. ՟Կ՟Դ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)